- ἐχέγγυος
- ἐχέγγυοςhaving givenmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εχέγγυος — ο (ΑΜ ἐχέγγυος, ον) 1. αυτός που παρέχει ή που μπορεί να δώσει εγγύηση και ασφάλεια, αξιόπιστος, ασφαλής («τοῡ θανάτου τῇ ζημίᾳ ὡς ἐχεγγύω πιστεύσαντες» επειδή πίστεψαν στην ποινή τού θανάτου, διότι παρέχει εγγύηση περιορισμού τών εγκλημάτων,… … Dictionary of Greek
εχέγγυος — α, ο 1. αυτός που μπορεί να εγγυηθεί αξιόπιστος, φερέγγυος. 2. το ουδ. ως ουσ., εχέγγυο αυτό που δίνεται για ασφάλεια: Έχει όλα τα εχέγγυα του ικανού επιχειρηματία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐχεγγυώτερον — ἐχέγγυος having given masc acc comp sg ἐχέγγυος having given neut nom/voc/acc comp sg ἐχέγγυος having given adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχεγγυωτέρων — ἐχέγγυος having given fem gen comp pl ἐχέγγυος having given masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχεγγυώτατον — ἐχέγγυος having given masc acc superl sg ἐχέγγυος having given neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχεγγύως — ἐχέγγυος having given adverbial ἐχέγγυος having given masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχέγγυον — ἐχέγγυος having given masc/fem acc sg ἐχέγγυος having given neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχεγγυωτάτη — ἐχέγγυος having given fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχεγγυωτέρους — ἐχέγγυος having given masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχεγγυώταται — ἐχέγγυος having given fem nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)